επιφλογώδης

επιφλογώδης
ἐπιφλογώδης, -ες (Α)
αυτός που έχει την όψη σαν φλογισμένη, που έχει φλεγμονή στην επιφάνεια τού δέρματος («ἐπιφλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλογώδης (< φλοξ < φλέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”